συμβλητός

συμβλητός
-ή, -ό / συμβλητός, -ή, -όν, ΝΑ [συμβάλλω]
αυτός που αποτελείται από πολλά συμβλήματα, από πολλά κομμάτια, όπως λ.χ. ο ιστός ή το πηδάλιο τού πλοίου
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με κάποιον άλλο (α. «πᾱν ἀγαθὸν πρὸς πᾱν συμβλητόν», Αριστοτ.
β. «οὐ σύμβλητ' ἐστὶ κυνόσβατος οὐδ' ἀνεμώνα πρὸς ῥόδα», Θεόκρ.)
2. ικανός για σύνδεση, για συνδυασμό
3. φρ. «τὸ συμβλητὸν τῶν χειλῶν» — η γραμμή τής συναρμογής τών χειλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμβλητός — comparable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητά — συμβλητός comparable neut nom/voc/acc pl συμβλητά̱ , συμβλητός comparable fem nom/voc/acc dual συμβλητά̱ , συμβλητός comparable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβλητός — συμβλητός , συμβλητός comparable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητῶν — συμβλητός comparable fem gen pl συμβλητός comparable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητόν — συμβλητός comparable masc acc sg συμβλητός comparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβληταῖς — συμβλητός comparable fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβληταί — συμβλητός comparable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητοῖς — συμβλητός comparable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητοί — συμβλητός comparable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβλητοῦ — συμβλητός comparable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”